- μπαγα(μ)ποντιά
- η(λ. ιταλ.), απάτη, κατεργαριά, πονηριά: Όλες τις δουλειές τις κάνει με μπαγαποντιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.